παραιτουμένη

παραιτουμένη
παραιτέομαι
beg of
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
παραιτέομαι
beg of
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραιτουμένῃ — παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (attic epic) παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτουμένηι — παραιτουμένῃ , παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (attic epic) παραιτουμένῃ , παραιτέομαι beg of pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отърицати — ОТЪРИ|ЦАТИ1 (3*), ЧОУ, ЧЕТЬ гл. Запрещать, возбранять: законъ бо сгрѣшати не вели(т) до дѣла. х҃с же въ еуа(г)льи. и вины ˫ако дѣла ѿриче(т). (ἀπαγορεύσει) ГБ к. XIV, 66г; се бо ѿричетъ въ еклiсиастѣ б҃ъ гл҃ѧ. ни буди праведенъ велми. ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”